- ελευθερόφρων
- (-όνος), ων, ον свободомыслящий
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ελευθερόφρονας — ο και ελευθερόφρων, ον 1. αυτός που σκέφτεται ελεύθερα 2. αυτός που δεν έχει θρησκευτικές προκαταλήψεις 3. (φιλοσ.) αυτός που ακολουθεί τον δεϊσμό … Dictionary of Greek
ελεύθερος — και λεύθερος και λεύτερος, η, ο (AM ἐλεύθερος, α, ον και ἐλεύθερος, ον) 1. αυτός που δεν εξαρτάται από άλλον, που δεν υπόκειται στην εξουσία άλλου 2. (για τόπο ή χώρα) εκείνος που δεν υπάγεται σε ξένη εξουσία, δεν βρίσκεται υπό ξένη κυριαρχία ή… … Dictionary of Greek
φρην — η / φρήν, ενός, ΝΜΑ, και δωρ. τ. φράν Α (λόγιος τ.) 1. συν. στον πληθ. οι φρένες και αἱ φρένες ο νους, ο εγκέφαλος, η διάνοια, το μυαλό, το λογικό 2. φρ. «έξω φρενών» εκτός τού λογικού νεοελλ. φρ. α) «είμαι [ή γίνομαι] έξω φρενών» (για πρόσ.)… … Dictionary of Greek